ὀνοστύππαξ: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6_14)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνοστύππαξ''': ὁ, [[λέξις]] ὀνειδιστική, ὁ πωλῶν ὄνων σχοινία, (πρβλ. [[στύππαξ]]), Κωμ. Ἀνώνυμ. 165· ἴδε Meineke· ― ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀνοστύππαξ]]· διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων· διὰ δὲ τοῦ στύππακος, ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν». ― ὁ Σουΐδ. διαιρεῖ τὴν λέξιν : «[[ὄνος]] [[στύππαξ]]. τὸ [[στύππαξ]], ὅτι [[στυππειοπώλης]]».
|lstext='''ὀνοστύππαξ''': ὁ, [[λέξις]] ὀνειδιστική, ὁ πωλῶν ὄνων σχοινία, (πρβλ. [[στύππαξ]]), Κωμ. Ἀνώνυμ. 165· ἴδε Meineke· ― ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀνοστύππαξ]]· διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων· διὰ δὲ τοῦ στύππακος, ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν». ― ὁ Σουΐδ. διαιρεῖ τὴν λέξιν : «[[ὄνος]] [[στύππαξ]]. τὸ [[στύππαξ]], ὅτι [[στυππειοπώλης]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνοστύππαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />(με επιτιμητική σημ.)<br /><b>1.</b> ο [[πωλητής]] σχοινιών για γαϊδάρους<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀνοστύππαξ]]<br />διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων<br />διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. [[μυλωνάς]] και στυππ(ε)ιοπώλης, [[πωλητής]] στουπιών<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], που διαιρεί τη [[λέξη]]) «[[ὄνος]] [[στύππαξ]]<br />τὸ [[στύππαξ]] ὅτι [[στυππειοπώλης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[στύππαξ]] «[[πωλητής]] σχοινιών»].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοστύππαξ Medium diacritics: ὀνοστύππαξ Low diacritics: ονοστύππαξ Capitals: ΟΝΟΣΤΥΠΠΑΞ
Transliteration A: onostýppax Transliteration B: onostyppax Transliteration C: onostyppaks Beta Code: o)nostu/ppac

English (LSJ)

ακος, ὁ,

   A donkey-ropeseller (cf. στύππαξ), Com.Adesp. 94.

German (Pape)

[Seite 350] ακος, ὁ, Hesych., ein Schimpfwort. S. στύππαξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοστύππαξ: ὁ, λέξις ὀνειδιστική, ὁ πωλῶν ὄνων σχοινία, (πρβλ. στύππαξ), Κωμ. Ἀνώνυμ. 165· ἴδε Meineke· ― ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστύππαξ· διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων· διὰ δὲ τοῦ στύππακος, ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν». ― ὁ Σουΐδ. διαιρεῖ τὴν λέξιν : «ὄνος στύππαξ. τὸ στύππαξ, ὅτι στυππειοπώλης».

Greek Monolingual

ὀνοστύππαξ, -ακος, ὁ (Α)
(με επιτιμητική σημ.)
1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ
διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων
διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής στουπιών
3. (κατά το λεξ. Σούδα, που διαιρεί τη λέξη) «ὄνος στύππαξ
τὸ στύππαξ ὅτι στυππειοπώλης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + στύππαξ «πωλητής σχοινιών»].