ῥησιμετρέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥησιμετρέω''': μετρῶ τὰς ῥήσεις, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ψευδολ. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 293. | |lstext='''ῥησιμετρέω''': μετρῶ τὰς ῥήσεις, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ψευδολ. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 293. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mesurer ses paroles.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῆσις]], [[μετρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A measure one's words, Luc.Lex.9, Pseudol.24.
German (Pape)
[Seite 840] seine Rede, seine Worte messen, Luc. Pseudol. 24 Lexiphan. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ῥησιμετρέω: μετρῶ τὰς ῥήσεις, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ψευδολ. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 293.