φαβοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(6_14)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰβοκτόνος''': ὁ, (φὰψ) ὁ φονεύων περιστεράς, Ἡσύχ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''φᾰβοκτόνος''': ὁ, (φὰψ) ὁ φονεύων περιστεράς, Ἡσύχ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ περιστεράς φονεύων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φάψ</i>, <i>φαβός</i> «άγριο [[περιστέρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ταυρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰβοκτόνος Medium diacritics: φαβοκτόνος Low diacritics: φαβοκτόνος Capitals: ΦΑΒΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: phaboktónos Transliteration B: phaboktonos Transliteration C: favoktonos Beta Code: fabokto/nos

English (LSJ)

ὁ, (φάψ)

   A dove killer, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1249] Tauben tödtend, Taubentödter, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰβοκτόνος: ὁ, (φὰψ) ὁ φονεύων περιστεράς, Ἡσύχ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ περιστεράς φονεύων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ταυρο-κτόνος.