κόμβος: Difference between revisions
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόμβος''': ὁ, «[[κόμπος]]», κομπόδεμα, δεσμὸς «ὁ [[κόμβος]] τῶν δύο χειριδίων [[ὅταν]] τις δήσῃ ἐπὶ τὸν [[ἴδιον]] τράχηλον» Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., Ἀρχ. Μαθ. σ. 47· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόμβους· ὀδόντας γομφίους». ― Ὑποκορ. κομβίον, τό, ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''κόμβος''': ὁ, «[[κόμπος]]», κομπόδεμα, δεσμὸς «ὁ [[κόμβος]] τῶν δύο χειριδίων [[ὅταν]] τις δήσῃ ἐπὶ τὸν [[ἴδιον]] τράχηλον» Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., Ἀρχ. Μαθ. σ. 47· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόμβους· ὀδόντας γομφίους». ― Ὑποκορ. κομβίον, τό, ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />bandeau, ceinture.<br />'''Étymologie:''' DELG mot techn. sans étym. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A roll, band, girth, Anon. ap. Suid.; cf. κομποθηλαία. II pl., = γομφίοι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1477] ὁ, Band od. Schleife, Etwas damit zu gürten, zu befestigen, erst Sp., die auch das Verbum κομβόω haben, = einen Knoten od. eine Schleife machen. – Vgl. ἐγκομβόομαι. – Davon auch
Greek (Liddell-Scott)
κόμβος: ὁ, «κόμπος», κομπόδεμα, δεσμὸς «ὁ κόμβος τῶν δύο χειριδίων ὅταν τις δήσῃ ἐπὶ τὸν ἴδιον τράχηλον» Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., Ἀρχ. Μαθ. σ. 47· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόμβους· ὀδόντας γομφίους». ― Ὑποκορ. κομβίον, τό, ἴδε Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bandeau, ceinture.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym.