διαπορεία: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(6_10)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπορεία''': ἡ, ἡ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ ἢ ἀνὰ τὸν οὐρανὸν [[κίνησις]], ἐπὶ τῶν ἀστέρων. Πλάτ. Ἐπιν. 984Ε. ΙΙ. μακρὰ [[πορεία]]· μεταφ., ἡ τοῦ λόγου δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 106Α.
|lstext='''διαπορεία''': ἡ, ἡ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ ἢ ἀνὰ τὸν οὐρανὸν [[κίνησις]], ἐπὶ τῶν ἀστέρων. Πλάτ. Ἐπιν. 984Ε. ΙΙ. μακρὰ [[πορεία]]· μεταφ., ἡ τοῦ λόγου δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 106Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[trayectoria]], [[recorrido]] ἄστρα τε καὶ συμπᾶσα ... ἡ δ. los astros y el movimiento universal</i> Pl.<i>Epin</i>.982c<br /><b class="num">•</b>fig. ἐκ τῆς τοῦ λόγου διαπορείας ... ἀπήλλαγμαι me he liberado de la trayectoria del discurso</i> Pl.<i>Criti</i>.106a.<br /><b class="num">2</b> [[cruce]], [[travesía]] μὴ προσαγέτω εἰ μὴ διαπορείας ἕνεκεν que no conduzca tropas, a no ser que estén en tránsito</i>, <i>IKnidos</i> 31.3.13 (II/I a.C.), de un río, Philostr.<i>VA</i> 2.15.<br /><b class="num">3</b> [[mediación]] τῆς εὐφήμου διαπορείας de un demon, Pl.<i>Epin</i>.984e.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπορεία Medium diacritics: διαπορεία Low diacritics: διαπορεία Capitals: ΔΙΑΠΟΡΕΙΑ
Transliteration A: diaporeía Transliteration B: diaporeia Transliteration C: diaporeia Beta Code: diaporei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A procession of heavenly bodies, Pl.Epin.982c.    II journey, metaph., ἡ τοῦ λόγου δ. Id.Criti.106a.    III mediation, Id.Epin.984e.

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, der Durchgang; Lauf der Gestirne, Plat. Epin. 982 c; übertr., λόγοο, das Dutchgehen, Auseinandersetzung, Critia. 106 a, vgl. Epin. 984 e.

Greek (Liddell-Scott)

διαπορεία: ἡ, ἡ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ ἢ ἀνὰ τὸν οὐρανὸν κίνησις, ἐπὶ τῶν ἀστέρων. Πλάτ. Ἐπιν. 984Ε. ΙΙ. μακρὰ πορεία· μεταφ., ἡ τοῦ λόγου δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 106Α.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 trayectoria, recorrido ἄστρα τε καὶ συμπᾶσα ... ἡ δ. los astros y el movimiento universal Pl.Epin.982c
fig. ἐκ τῆς τοῦ λόγου διαπορείας ... ἀπήλλαγμαι me he liberado de la trayectoria del discurso Pl.Criti.106a.
2 cruce, travesía μὴ προσαγέτω εἰ μὴ διαπορείας ἕνεκεν que no conduzca tropas, a no ser que estén en tránsito, IKnidos 31.3.13 (II/I a.C.), de un río, Philostr.VA 2.15.
3 mediación τῆς εὐφήμου διαπορείας de un demon, Pl.Epin.984e.