ῥυαδικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥυᾰδικός''': -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν [[πάθος]] = [[ῥυάς]], Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396. | |lstext='''ῥυᾰδικός''': -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν [[πάθος]] = [[ῥυάς]], Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ῥυάς]], -[[άδος]]]<br /><b>1.</b> (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> (για ασθενή) αυτός που πάσχει από [[ακράτεια]] ούρων<br /><b>3.</b> αυτός που πάσχει από [[ρυάδα]] τών οφθαλμών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ῥυάς)
A like diarrhoea, Paul.Aeg.6.70. II of persons, suffering from incontinence of urine, Gal.14.787, Heliod.(?) ap.Orib.45.7.5. 2 suffering from epiphora or running from the eyes without external cause, Dem.Ophth. ap. Aët.7.46 (where ῥοιαδ-).
German (Pape)
[Seite 850] flußartig, πάθος, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυᾰδικός: -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ ὅμοιος πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν πάθος = ῥυάς, Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ῥυάς, -άδος]
1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με διάρροια
2. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων
3. αυτός που πάσχει από ρυάδα τών οφθαλμών.