ἔμπυος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμπυος''': -ον, (πῦον) ὁ ἔχων ἐμπύωμα ἐν τοῖς πνευμόσιν ἢ ἐν τῷ ἥπατι, [[ἐμπυϊκός]], Ἱππ. Ἀφορ. 1253, Δημ. 1260. 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡλκωμένος, «ὀμπυασμένος», τήνδε τ’ ἔμπυον βάσιν παύσοντας ἄλγους Σοφ. Φ. 1378˙ στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλὺν Ἀνδρόμ. παρὰ Γαλην. 13, σ. 876˙ ἔμπ. [[μοτός]], ξαντόν, Γαλην. 2) = πῦον, κοιν. «ἔμπυον», ἐὰν συνάγῃ ἔμπυον τὸ [[ἕλκος]] Γεωπον. 17. 22, Θεοφ. Νόνν. Ἐπιτομ. Ἰατρ. τ. 2, σ. 242.
|lstext='''ἔμπυος''': -ον, (πῦον) ὁ ἔχων ἐμπύωμα ἐν τοῖς πνευμόσιν ἢ ἐν τῷ ἥπατι, [[ἐμπυϊκός]], Ἱππ. Ἀφορ. 1253, Δημ. 1260. 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡλκωμένος, «ὀμπυασμένος», τήνδε τ’ ἔμπυον βάσιν παύσοντας ἄλγους Σοφ. Φ. 1378˙ στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλὺν Ἀνδρόμ. παρὰ Γαλην. 13, σ. 876˙ ἔμπ. [[μοτός]], ξαντόν, Γαλην. 2) = πῦον, κοιν. «ἔμπυον», ἐὰν συνάγῃ ἔμπυον τὸ [[ἕλκος]] Γεωπον. 17. 22, Θεοφ. Νόνν. Ἐπιτομ. Ἰατρ. τ. 2, σ. 242.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui suppure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πῦον]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπυος Medium diacritics: ἔμπυος Low diacritics: έμπυος Capitals: ΕΜΠΥΟΣ
Transliteration A: émpyos Transliteration B: empyos Transliteration C: empyos Beta Code: e)/mpuos

English (LSJ)

ον, (πύον)

   A suffering from an abscess or suppurating wound, Id.Prog.18, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, Men.1009, IG4.952.57 (Epid.); τῷ ἐ. βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iamb.Protr.2; ἵπποι Arist.HA604b6.    II festering, suppurating, βάσις S.Ph.1378; στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm. ap. Gal.14.35; ἔ. μοτός tents, Gal.19.97.

German (Pape)

[Seite 818] ein inneres Geschwür habend, Hippocr., Dem. 54, 12 u. A.; – βάσις, der mit Geschwüren bedeckte Fuß, Soph. Phil. 1364.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπυος: -ον, (πῦον) ὁ ἔχων ἐμπύωμα ἐν τοῖς πνευμόσιν ἢ ἐν τῷ ἥπατι, ἐμπυϊκός, Ἱππ. Ἀφορ. 1253, Δημ. 1260. 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡλκωμένος, «ὀμπυασμένος», τήνδε τ’ ἔμπυον βάσιν παύσοντας ἄλγους Σοφ. Φ. 1378˙ στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλὺν Ἀνδρόμ. παρὰ Γαλην. 13, σ. 876˙ ἔμπ. μοτός, ξαντόν, Γαλην. 2) = πῦον, κοιν. «ἔμπυον», ἐὰν συνάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκος Γεωπον. 17. 22, Θεοφ. Νόνν. Ἐπιτομ. Ἰατρ. τ. 2, σ. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui suppure.
Étymologie: ἐν, πῦον.