προέκκειμαι: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(6_20) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προέκκειμαι''': Παθ., [[κεῖμαι]] ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι [[πέραν]]..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887. | |lstext='''προέκκειμαι''': Παθ., [[κεῖμαι]] ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι [[πέραν]]..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> (ως παθ. του [[προεκτίθημι]]) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)<br />β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι [[προηγουμένως]] («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)<br />γ) μνημονεύομαι [[παραπάνω]], προαναφέρομαι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔκκειμαι]] «[[προεξέχω]], προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A lie before, project beyond, στέρνα τὸ μέτριον π. Philostr. Jun.Im.15: but usu. II Pass. of προεκτίθημι, to be fixed in advance, ἡ προεκκειμένη ἡμέρα Cic.Att.6.5.2; to be set forth previously, τὰ -κείμενα Demetr.Lac.Herc.1012.33, etc.; τὰ -κείμενα προστάγματα PTeb.5.224 (ii B.C.); οἱ -κείμενοι λόγοι A.D.Synt.10.24; αἱ -κείμεναι [ἀρεταί] the above-mentioned . ., Longin.11.1; to be cited above, Ath.3.105c. 2 τὰ -κείμενα πτωτικά case-forms presupposed by or underlying adverbs, A.D.Adv. 170.26.
German (Pape)
[Seite 718] (s. κεῖμαι), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?).
Greek (Liddell-Scott)
προέκκειμαι: Παθ., κεῖμαι ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι πέραν..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. προεκτείνομαι, προεξέχω
2. (ως παθ. του προεκτίθημι) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)
β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)
γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι
4. φρ. «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔκκειμαι «προεξέχω, προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].