καταμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_20)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμαίνομαι''': παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος [[ἐναντίον]] τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1.
|lstext='''καταμαίνομαι''': παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος [[ἐναντίον]] τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταμαίνομαι]] (Α)<br />κατέχομαι από [[μανία]], [[ενεργώ]] ως μαινόμενος [[εναντίον]] κάποιου.
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμαίνομαι Medium diacritics: καταμαίνομαι Low diacritics: καταμαίνομαι Capitals: ΚΑΤΑΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: katamaínomai Transliteration B: katamainomai Transliteration C: katamainomai Beta Code: katamai/nomai

English (LSJ)

aor. Pass. -εμάνην [ᾰ],

   A do mad acts against, τῶν Ἰουδαίων Ph.2.542, cf. J.BJ7.8.1.

German (Pape)

[Seite 1362] dagegen toben, rasen, τινός, gegen Einen, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαίνομαι: παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος ἐναντίον τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1.

Greek Monolingual

καταμαίνομαι (Α)
κατέχομαι από μανία, ενεργώ ως μαινόμενος εναντίον κάποιου.