ἐμπλόκιον: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπλόκιον''': τό, [[εἶδος]] πλοκῆς τῆς [[κόμης]] τῶν γυναικῶν, Μάχων παρ’ Ἀθην. 579D· [[κόσμημα]] [[ὅπερ]] ἐνέπλεκον αἱ γυναῖκες εἰς τὰς πλεξίδας των, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 21, Ἀριθμ. ΛΑ΄, 50). | |lstext='''ἐμπλόκιον''': τό, [[εἶδος]] πλοκῆς τῆς [[κόμης]] τῶν γυναικῶν, Μάχων παρ’ Ἀθην. 579D· [[κόσμημα]] [[ὅπερ]] ἐνέπλεκον αἱ γυναῖκες εἰς τὰς πλεξίδας των, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 21, Ἀριθμ. ΛΑ΄, 50). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />sorte de tresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλοκή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A a fashion of plaiting women's hair, Machoap.Ath.13.579d. 2 hair-clasp, BGU1300.24 (iii/ii B. C.), LXX Ex.35.22, Nu.31.50.
German (Pape)
[Seite 814] τό, Haarschmuck der Frauen, Macho bei Ath. XIII, 579 d; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλόκιον: τό, εἶδος πλοκῆς τῆς κόμης τῶν γυναικῶν, Μάχων παρ’ Ἀθην. 579D· κόσμημα ὅπερ ἐνέπλεκον αἱ γυναῖκες εἰς τὰς πλεξίδας των, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 21, Ἀριθμ. ΛΑ΄, 50).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de tresse.
Étymologie: ἐμπλοκή.