διευριπίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(6_20) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διευρῑπίζω''': συνεχῶς μεταβάλλομαι ὡς τὸ [[ῥεῦμα]] τοῦ Εὐρίπου, Ἀριστ. Προβλ. 25. 22· ὁ Δινδ. ὑποπτεύει ὅτι θὰ εἶνε ἐφθαρμένον ἀντὶ τοῦ [[διαρριπίζω]]. | |lstext='''διευρῑπίζω''': συνεχῶς μεταβάλλομαι ὡς τὸ [[ῥεῦμα]] τοῦ Εὐρίπου, Ἀριστ. Προβλ. 25. 22· ὁ Δινδ. ὑποπτεύει ὅτι θὰ εἶνε ἐφθαρμένον ἀντὶ τοῦ [[διαρριπίζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[soplar de aquí y de allá]] e.e. [[en continuas corrientes]] ὁ [[ἀήρ]] Arist.<i>Pr</i>.940<sup>a</sup>3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
A to be constantly changing like the tide of the Euripus, Arist.Pr.940a3 (διαρριπίζω cj. Dind.).
Greek (Liddell-Scott)
διευρῑπίζω: συνεχῶς μεταβάλλομαι ὡς τὸ ῥεῦμα τοῦ Εὐρίπου, Ἀριστ. Προβλ. 25. 22· ὁ Δινδ. ὑποπτεύει ὅτι θὰ εἶνε ἐφθαρμένον ἀντὶ τοῦ διαρριπίζω.
Spanish (DGE)
soplar de aquí y de allá e.e. en continuas corrientes ὁ ἀήρ Arist.Pr.940a3.