ἀποστυπάζω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(6_20)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστῠπάζω''': στύπει [[ἀποδιώκω]], «διώχνω μὲ τὸ [[ξύλον]]», θυρέων ἀπεστύπαζον Ἀρχίλ. 114, «ἀπεστύπαζον· ξύλοις ἀπεδίωκον» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. σ. 120, 3.,771, 47.
|lstext='''ἀποστῠπάζω''': στύπει [[ἀποδιώκω]], «διώχνω μὲ τὸ [[ξύλον]]», θυρέων ἀπεστύπαζον Ἀρχίλ. 114, «ἀπεστύπαζον· ξύλοις ἀπεδίωκον» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. σ. 120, 3.,771, 47.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀποστῠπάζω) [[expulsar a palos]] μὲ παρθένοι θυρέων ἀπεστύπαζον Archil.69.
}}
}}

Revision as of 12:17, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστῠπάζω Medium diacritics: ἀποστυπάζω Low diacritics: αποστυπάζω Capitals: ΑΠΟΣΤΥΠΑΖΩ
Transliteration A: apostypázō Transliteration B: apostypazō Transliteration C: apostypazo Beta Code: a)postupa/zw

English (LSJ)

   A drive off with blows, Archil.127. (Cf. στύπος.)

German (Pape)

[Seite 328] wegprügeln, Archil. 112 ὀρέων, Schol. Ap. Rh. 1, 1117.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστῠπάζω: στύπει ἀποδιώκω, «διώχνω μὲ τὸ ξύλον», θυρέων ἀπεστύπαζον Ἀρχίλ. 114, «ἀπεστύπαζον· ξύλοις ἀπεδίωκον» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. σ. 120, 3.,771, 47.

Spanish (DGE)

(ἀποστῠπάζω) expulsar a palos μὲ παρθένοι θυρέων ἀπεστύπαζον Archil.69.