ἱστιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(6_19)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστιοφόρος''': -ον, φέρων ἱστία, ἔχων ἱστία, [[ναῦς]] Πλανούδ. Ὀβιδ. Μεταμ. 15. 719.
|lstext='''ἱστιοφόρος''': -ον, φέρων ἱστία, ἔχων ἱστία, [[ναῦς]] Πλανούδ. Ὀβιδ. Μεταμ. 15. 719.
}}
{{grml
|mltxt=-ο<br />(ΑΜ [[ἱστιοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί [[ιστία]], πανιά (α. «[[ἱστιοφόρος]] ναῡς» β. «[[ιστιοφόρος]] [[ναυτιλία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιστιοφόρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[πλοίο]] με πανιά, [[πλοίο]] που κινείται με [[ιστία]], [[καράβι]], [[καΐκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κανη</i>-[[φόρος]], <i>υδρο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1270] Segel führend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστιοφόρος: -ον, φέρων ἱστία, ἔχων ἱστία, ναῦς Πλανούδ. Ὀβιδ. Μεταμ. 15. 719.

Greek Monolingual

-ο
(ΑΜ ἱστιοφόρος, -ον)
αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί ιστία, πανιά (α. «ἱστιοφόρος ναῡς» β. «ιστιοφόρος ναυτιλία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ιστιοφόρο(ν)
πλοίο με πανιά, πλοίο που κινείται με ιστία, καράβι, καΐκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος, υδρο-φόρος.