κάππαρις: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάππαρις''': -εως, ἡ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπός, Λατ. capparis, Ἱπποκρ. 890Ε, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, Ἀντιφάνης ἐν «Βομβυλίω» 3, κ. ἀλλ.· τὴν κάππαριν συνέλεγον αἱ πτωχαὶ γυναῖκες, Φρύνης ἐρασθεὶς ἡνικ’ ἔτι τὴν κάππαριν συνέλεγεν Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1· [[ἐντεῦθεν]] εν τῷ ὑποκορ. ἡ [[παροιμία]], πρὸς καππάριον ζῇς, δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν Ἀνων. Κωμικ. παρὰ Πλουτ. 668Α· - ἡ [[ῥίζα]] αὐτῆς ἐκαλεῖτο καππαρόριζον, Ὀρνεοσόφ. σ. 252. | |lstext='''κάππαρις''': -εως, ἡ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπός, Λατ. capparis, Ἱπποκρ. 890Ε, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, Ἀντιφάνης ἐν «Βομβυλίω» 3, κ. ἀλλ.· τὴν κάππαριν συνέλεγον αἱ πτωχαὶ γυναῖκες, Φρύνης ἐρασθεὶς ἡνικ’ ἔτι τὴν κάππαριν συνέλεγεν Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1· [[ἐντεῦθεν]] εν τῷ ὑποκορ. ἡ [[παροιμία]], πρὸς καππάριον ζῇς, δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν Ἀνων. Κωμικ. παρὰ Πλουτ. 668Α· - ἡ [[ῥίζα]] αὐτῆς ἐκαλεῖτο καππαρόριζον, Ὀρνεοσόφ. σ. 252. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />câprier, <i>plante</i> ; câpre.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ,
A caper-plant, Capparis spinosa, or its fruit, caper, Hp.Fist.10 (v.l. καπαρ-), Arist.Pr.924a1, Antiph.62, Timocl. 23, Alex.127.6, Thphr.HP6.5.2, PCair.Zen.488 (iii B.C.), LXXEc. 12.5, Dsc.2.173, etc.; ὁ Ζήνων ὤμνυε τὴν κ. Empedusap.Ath.9.370c.
German (Pape)
[Seite 1324] εως, ἡ, der Kapernstrauch u. seine Frucht, die Kapern; Hippocr. u. Theophr.; Ath. XIII, 567 e.
Greek (Liddell-Scott)
κάππαρις: -εως, ἡ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπός, Λατ. capparis, Ἱπποκρ. 890Ε, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, Ἀντιφάνης ἐν «Βομβυλίω» 3, κ. ἀλλ.· τὴν κάππαριν συνέλεγον αἱ πτωχαὶ γυναῖκες, Φρύνης ἐρασθεὶς ἡνικ’ ἔτι τὴν κάππαριν συνέλεγεν Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1· ἐντεῦθεν εν τῷ ὑποκορ. ἡ παροιμία, πρὸς καππάριον ζῇς, δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν Ἀνων. Κωμικ. παρὰ Πλουτ. 668Α· - ἡ ῥίζα αὐτῆς ἐκαλεῖτο καππαρόριζον, Ὀρνεοσόφ. σ. 252.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
câprier, plante ; câpre.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue.