καβάλλης: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰβάλλης''': -ου, ὁ, [[ἐργάτης]] καὶ [[ἀχθοφόρος]] [[ἵππος]], Λατ. caballus, Γερμ. Gaul, Πλούτ. 2. 828Ε· - [[ἐντεῦθεν]] καβαλλάριος, ὁ [[ἱππεύς]], Προκ. ΙΙ. 289, 20, ὡς κύριον ὄνομ. Εὐάγρ. 2873Β, Ἰωάνν. Μόσχ. 2925Β, κλ.· - καβαλλαρικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἱππικόν, [[ἱππικός]], Θεοφαν. 557. 8, Λέοντ. Τακτ. 6. 2., 18 82, 10. - ὡς οὐσ. τὸ καβαλλαρικόν = τὸ ἱππικόν, ἡ [[ἵππος]]. Θεοφαν. 548. 19, κλ. | |lstext='''κᾰβάλλης''': -ου, ὁ, [[ἐργάτης]] καὶ [[ἀχθοφόρος]] [[ἵππος]], Λατ. caballus, Γερμ. Gaul, Πλούτ. 2. 828Ε· - [[ἐντεῦθεν]] καβαλλάριος, ὁ [[ἱππεύς]], Προκ. ΙΙ. 289, 20, ὡς κύριον ὄνομ. Εὐάγρ. 2873Β, Ἰωάνν. Μόσχ. 2925Β, κλ.· - καβαλλαρικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἱππικόν, [[ἱππικός]], Θεοφαν. 557. 8, Λέοντ. Τακτ. 6. 2., 18 82, 10. - ὡς οὐσ. τὸ καβαλλαρικόν = τὸ ἱππικόν, ἡ [[ἵππος]]. Θεοφαν. 548. 19, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />cheval de travail, rosse, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[καταβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A nag, Lat. caballus, Plu.2.828e;= ἐργάτης ἵππος, Hsch.:—hence καβαλλαρικός, ή, όν, of or for a horse, μύλος Edict.Diocl.15.52; τάπης 19.22: καβαλλάτιον, τό,= κυνόγλωσσον, Ps.Dsc. 4.127.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, ein Gaul, Klepper; Antp. Sid. 2 (IX, 241); Hesych. erkl. ἐργάτης ἵππος; Plut. de aer. al. vit. 3 ὄνῳ τινὶ τῷ τυχόντι καὶ καβάλλῃ χρώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰβάλλης: -ου, ὁ, ἐργάτης καὶ ἀχθοφόρος ἵππος, Λατ. caballus, Γερμ. Gaul, Πλούτ. 2. 828Ε· - ἐντεῦθεν καβαλλάριος, ὁ ἱππεύς, Προκ. ΙΙ. 289, 20, ὡς κύριον ὄνομ. Εὐάγρ. 2873Β, Ἰωάνν. Μόσχ. 2925Β, κλ.· - καβαλλαρικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἱππικόν, ἱππικός, Θεοφαν. 557. 8, Λέοντ. Τακτ. 6. 2., 18 82, 10. - ὡς οὐσ. τὸ καβαλλαρικόν = τὸ ἱππικόν, ἡ ἵππος. Θεοφαν. 548. 19, κλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cheval de travail, rosse, animal.
Étymologie: καταβάλλω.