διηγέομαι: Difference between revisions
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διηγέομαι''': ἀποθ., ἐκθέτω λεπτομερῶς, ἀφηγοῦμαι, [[περιγράφω]], τὸ [[πρᾶγμα]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 198· τὴν ἀλήθειαν [[περί]] τινος Ἀντιφῶν 113. 2· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 6. 54, Πλάτ., κτλ.· περὶ ταὐτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι Δημ. 539. 20· μετ' αἰτ. προσ., [[οἷον]]… σὺ τοῦτον διηγεῖ, ὁποῖον σὺ περιγράφεις αὐτόν, Πλάτ. Θεαιτ. 144C. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. ιβ' καὶ 471. | |lstext='''διηγέομαι''': ἀποθ., ἐκθέτω λεπτομερῶς, ἀφηγοῦμαι, [[περιγράφω]], τὸ [[πρᾶγμα]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 198· τὴν ἀλήθειαν [[περί]] τινος Ἀντιφῶν 113. 2· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 6. 54, Πλάτ., κτλ.· περὶ ταὐτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι Δημ. 539. 20· μετ' αἰτ. προσ., [[οἷον]]… σὺ τοῦτον διηγεῖ, ὁποῖον σὺ περιγράφεις αὐτόν, Πλάτ. Θεαιτ. 144C. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. ιβ' καὶ 471. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />exposer en détail, raconter, décrire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἡγέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A set out in detail, describe, [ἔργα] Heraclit.1; πρᾶγμα Ar. Av.198; τὴν ἀλήθειαν περί τινος Antipho1.13, cf. Th.6.54, Pl.Prt. 310a, al.; περὶ ταύτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι D.21.77: c. acc. pers., οἷον . . σὺ τοῦτον διηγῇ such as you describe him, Pl.Tht.144c.
Greek (Liddell-Scott)
διηγέομαι: ἀποθ., ἐκθέτω λεπτομερῶς, ἀφηγοῦμαι, περιγράφω, τὸ πρᾶγμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 198· τὴν ἀλήθειαν περί τινος Ἀντιφῶν 113. 2· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 6. 54, Πλάτ., κτλ.· περὶ ταὐτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι Δημ. 539. 20· μετ' αἰτ. προσ., οἷον… σὺ τοῦτον διηγεῖ, ὁποῖον σὺ περιγράφεις αὐτόν, Πλάτ. Θεαιτ. 144C. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. ιβ' καὶ 471.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
exposer en détail, raconter, décrire, acc..
Étymologie: διά, ἡγέομαι.