τρικόνητος: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(6_16) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐκόνητος''': -ον, «ὁ [[πολλάκις]] ἀπολέσθαι [[ἄξιος]] καὶ καταχωρισθῆναι» Ἡσύχ. | |lstext='''τρῐκόνητος''': -ον, «ὁ [[πολλάκις]] ἀπολέσθαι [[ἄξιος]] καὶ καταχωρισθῆναι» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[πολλάκις]] ἀπολέσθαι [[ἄξιος]] καὶ καταχωσθῆναι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κονῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κονή]] «[[φόνος]]»), <b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>ἐπι</i>-[[κονίω]] ή <i>ἐπικονῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thrice descerving to be killed, Hsch.; cf. ἐπικονέω, κονή.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκόνητος: -ον, «ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωρισθῆναι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωσθῆναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κονῶ (< κονή «φόνος»), πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἐπι-κονίω ή ἐπικονῶ].