δελεαστικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_10)
(big3_10)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δελεαστικός''': -ή, -όν, [[θελκτικός]], [[μαγευτικός]], [[ἀπατηλός]], Κλήμ. Ἀλ. 487.- Ἐπίρρ. –κῶς, αὐτ.
|lstext='''δελεαστικός''': -ή, -όν, [[θελκτικός]], [[μαγευτικός]], [[ἀπατηλός]], Κλήμ. Ἀλ. 487.- Ἐπίρρ. –κῶς, αὐτ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[seductor]] φαντασίαι Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.111, θυμίασμα Cyr.H.<i>Catech</i>.12.34.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[seductoramente]] δ. ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.120.
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 544] lockend, verführerisch, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

δελεαστικός: -ή, -όν, θελκτικός, μαγευτικός, ἀπατηλός, Κλήμ. Ἀλ. 487.- Ἐπίρρ. –κῶς, αὐτ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 seductor φαντασίαι Clem.Al.Strom.2.20.111, θυμίασμα Cyr.H.Catech.12.34.
2 adv. -ῶς seductoramente δ. ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.Strom.2.20.120.