παρέσχατος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρέσχᾰτος''': -ον, ὁ προτελευταῖος, Φίλων, 2.66, κτλ.· ἴδε Schäf. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. 65· - παρεσχάτη = ἡ παραλήγουσα, «τῆς παρεσχάτης ὀξυτονουμένης» Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. ἐν λ. ἀγρονόμοι (σ. 28). | |lstext='''παρέσχᾰτος''': -ον, ὁ προτελευταῖος, Φίλων, 2.66, κτλ.· ἴδε Schäf. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. 65· - παρεσχάτη = ἡ παραλήγουσα, «τῆς παρεσχάτης ὀξυτονουμένης» Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. ἐν λ. ἀγρονόμοι (σ. 28). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άτη, -ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στον έσχατο, ο [[προτελευταίος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παρεσχάτη</i><br /><b>γραμμ.</b> η παραλήγουσα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A last but one, Ph.2.66 : fem. παρεσχάτη (sc. συλλαβή), penultimate, Apollon.Lex.s.v. ἀγρονόμοι.
German (Pape)
[Seite 519] ον, der vorletzte, Sp., bes. Gramm., vgl. Schaef. Greg. Cor. p. 65.
Greek (Liddell-Scott)
παρέσχᾰτος: -ον, ὁ προτελευταῖος, Φίλων, 2.66, κτλ.· ἴδε Schäf. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. 65· - παρεσχάτη = ἡ παραλήγουσα, «τῆς παρεσχάτης ὀξυτονουμένης» Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. ἐν λ. ἀγρονόμοι (σ. 28).
Greek Monolingual
-άτη, -ον Α
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον έσχατο, ο προτελευταίος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρεσχάτη
γραμμ. η παραλήγουσα.