περιτροχασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_19)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιτροχασμός''': -οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Ὀρειβάσ. 113 Matth.
|lstext='''περιτροχασμός''': -οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Ὀρειβάσ. 113 Matth.
}}
{{grml
|mltxt=και [[περιτροχισμός]], ὁ, Α [[περιτροχάζω]]<br />το να τρέχει [[κάποιος]] [[γύρω]] από [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτροχασμός Medium diacritics: περιτροχασμός Low diacritics: περιτροχασμός Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: peritrochasmós Transliteration B: peritrochasmos Transliteration C: peritrochasmos Beta Code: peritroxasmo/s

English (LSJ)

ὁ, f.l. for -ισμός in Antyll. ap. Orib.6.22.10.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχασμός: -οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν τῇδε κἀκεῖσε, Ὀρειβάσ. 113 Matth.

Greek Monolingual

και περιτροχισμός, ὁ, Α περιτροχάζω
το να τρέχει κάποιος γύρω από κάτι.