κεγχραλέτης: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(6_19)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεγχρᾰλέτης''': -ου, ὁ, ([[ἀλέω]]) ὁ ἀλέθων κέγχρον, Γαλην.
|lstext='''κεγχρᾰλέτης''': -ου, ὁ, ([[ἀλέω]]) ὁ ἀλέθων κέγχρον, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεγχραλέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που αλέθει [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άλέτης</i> «[[αλεστής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶ</i> «[[αλέθω]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρᾰλέτης Medium diacritics: κεγχραλέτης Low diacritics: κεγχραλέτης Capitals: ΚΕΓΧΡΑΛΕΤΗΣ
Transliteration A: kenchralétēs Transliteration B: kenchraletēs Transliteration C: kegchraletis Beta Code: kegxrale/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀλέω)

   A grinding millet, gloss on πασπαλέτης, Gal.19.128.

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, Hirse mahlend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρᾰλέτης: -ου, ὁ, (ἀλέω) ὁ ἀλέθων κέγχρον, Γαλην.

Greek Monolingual

κεγχραλέτης, ὁ (Α)
αυτός που αλέθει κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + άλέτης «αλεστής» (< ἀλῶ «αλέθω»)].