ἐκφύσημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκφύσημα''': τό, [[φλύκταινα]], «σπυρί», [[Πολυδ]]. Δ΄, 190· [[ὕψωμα]] ἢ [[λόφος]] σχηματισθεὶς ἐξ ἡφαιστειώδους ἐνεργείας, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41, Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφυσήματα· πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς». | |lstext='''ἐκφύσημα''': τό, [[φλύκταινα]], «σπυρί», [[Πολυδ]]. Δ΄, 190· [[ὕψωμα]] ἢ [[λόφος]] σχηματισθεὶς ἐξ ἡφαιστειώδους ἐνεργείας, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41, Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφυσήματα· πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς». | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[erupción]] volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.<i>Or</i>.25.25<br /><b class="num">•</b>plu. concr. [[rocas volcánicas]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> medic. [[erupción]] cutánea, [[ampolla]], [[flictena]] Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, <i>Hippiatr</i>.47.2, 130.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A pustule, Poll.4.190. 2 volcanic eruption, Sch.A.R.3.41; πυρὸς ἐ. D.S.3.53 (pl.): pl.,= πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 787] τό, das Aufgeblähte, die Geschwulst, Poll. 5, 190; eine durch ein Erdbeben entstandene Erhöhung, Hesych.; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφύσημα: τό, φλύκταινα, «σπυρί», Πολυδ. Δ΄, 190· ὕψωμα ἢ λόφος σχηματισθεὶς ἐξ ἡφαιστειώδους ἐνεργείας, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41, Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφυσήματα· πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς».
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 erupción volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.Or.25.25
•plu. concr. rocas volcánicas Hsch.
2 medic. erupción cutánea, ampolla, flictena Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, Hippiatr.47.2, 130.9.