λινόχλαινος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνόχλαινος''': -ον, ὁ ἔχων λινῆν χλαῖναν, Διον. Π. 1096, Νόνν. Δ. 26. 58.
|lstext='''λῐνόχλαινος''': -ον, ὁ ἔχων λινῆν χλαῖναν, Διον. Π. 1096, Νόνν. Δ. 26. 58.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινόχλαινος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λινή [[χλαίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χλαινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χλαῖνα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρό</i>-<i>χλαινος</i>, <i>λεοντό</i>-<i>χλαινος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόχλαινος Medium diacritics: λινόχλαινος Low diacritics: λινόχλαινος Capitals: ΛΙΝΟΧΛΑΙΝΟΣ
Transliteration A: linóchlainos Transliteration B: linochlainos Transliteration C: linochlainos Beta Code: lino/xlainos

English (LSJ)

ον,

   A with linen mantle, D.P.1096, Nonn. D.26.58.

German (Pape)

[Seite 50] mit leinenem Oberkleide; Dion. Per. 1096; Nonn. D. 26, 59.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόχλαινος: -ον, ὁ ἔχων λινῆν χλαῖναν, Διον. Π. 1096, Νόνν. Δ. 26. 58.

Greek Monolingual

λινόχλαινος, -ον (Α)
αυτός που έχει λινή χλαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -χλαινος (< χλαῖνα), πρβλ. θηρό-χλαινος, λεοντό-χλαινος].