βούλιος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βούλιος''': -ον, =([[βουλή]])=[[βουλευτικός]] 2, [[συνετός]], [[σοφός]], Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ [[δούλιος]]) Ἱκέτ. 599.
|lstext='''βούλιος''': -ον, =([[βουλή]])=[[βουλευτικός]] 2, [[συνετός]], [[σοφός]], Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ [[δούλιος]]) Ἱκέτ. 599.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>seul. Cp.</i> [[βουλιώτερος]];<br />sérieux, grave.<br />'''Étymologie:''' [[βουλή]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλιος Medium diacritics: βούλιος Low diacritics: βούλιος Capitals: ΒΟΥΛΙΟΣ
Transliteration A: boúlios Transliteration B: boulios Transliteration C: voylios Beta Code: bou/lios

English (LSJ)

ον

   A, (βουλή) βουλευτικός 1.2, sage, A.Ch.672 (in Comp. -ώτερος, prob. (for δούλιος) in Id.Supp.599 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 458] klug, πρᾶξαί τι βουλιώτερον Aesch. Ch. 661.

Greek (Liddell-Scott)

βούλιος: -ον, =(βουλή)=βουλευτικός 2, συνετός, σοφός, Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ δούλιος) Ἱκέτ. 599.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
seul. Cp. βουλιώτερος;
sérieux, grave.
Étymologie: βουλή.