τοπογραφία: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(6_10)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοπογρᾰφία''': ἡ, καθορισμὸς καὶ περιγραφὴ τόπου τινὸς ἢ χώρας, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 318, 35, κλπ.
|lstext='''τοπογρᾰφία''': ἡ, καθορισμὸς καὶ περιγραφὴ τόπου τινὸς ἢ χώρας, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 318, 35, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> εφαρμοσμένη [[επιστήμη]] η οποία έχει ως [[αντικείμενο]] την [[εκτέλεση]] ακριβών μετρήσεων, [[μεγάλης]] σχετικά κλίμακας, γήινων επιφανειών<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[περιγραφή]] της διαμόρφωσης ενός τόπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[περιγραφή]] ενός τόπου<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> η [[περιγραφή]] περιοχών του ουράνιου θόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοπογράφος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>topography</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπογρᾰφία Medium diacritics: τοπογραφία Low diacritics: τοπογραφία Capitals: ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: topographía Transliteration B: topographia Transliteration C: topografia Beta Code: topografi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A description of a country, topography, Id.8.1.3 (pl.); τῶν ἠπείρων ib.1, cf. Ptol.Geog. 1.1.5.    2 Astrol., description of a 'region', Petos. ap. Vett.Val. 125.22.

German (Pape)

[Seite 1129] ἡ, Beschreibung eines Ortes, einer Gegend, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τοπογρᾰφία: ἡ, καθορισμὸς καὶ περιγραφὴ τόπου τινὸς ἢ χώρας, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 318, 35, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. εφαρμοσμένη επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση ακριβών μετρήσεων, μεγάλης σχετικά κλίμακας, γήινων επιφανειών
2. (κατ' επέκτ.) η περιγραφή της διαμόρφωσης ενός τόπου
αρχ.
1. η περιγραφή ενός τόπου
2. αστρολ. η περιγραφή περιοχών του ουράνιου θόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπογράφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. topography].