ἑτεροδοξέω: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(6_8)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτεροδοξέω''': ἔχω ἑτέραν δοξασίαν, δόξαν [[εἶναι]] ψευδῆ τὸ ἑτεροδοξεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε. ― Παρ’ Ἐκκλ., εἶμαι [[ἑτερόδοξος]], [[αἱρετικός]], Ἰγνάτ. 712Β, Εὐσέβ. ΙΙ. 497Α.
|lstext='''ἑτεροδοξέω''': ἔχω ἑτέραν δοξασίαν, δόξαν [[εἶναι]] ψευδῆ τὸ ἑτεροδοξεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε. ― Παρ’ Ἐκκλ., εἶμαι [[ἑτερόδοξος]], [[αἱρετικός]], Ἰγνάτ. 712Β, Εὐσέβ. ΙΙ. 497Α.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροδοξέω:''' быть особого мнения, судить иначе или превратно Plat.
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροδοξέω Medium diacritics: ἑτεροδοξέω Low diacritics: ετεροδοξέω Capitals: ΕΤΕΡΟΔΟΞΕΩ
Transliteration A: heterodoxéō Transliteration B: heterodoxeō Transliteration C: eterodokseo Beta Code: e(terodoce/w

English (LSJ)

   A hold an erroneous opinion, Pl.Tht.190e; differ in opinion, περί τινος Ph.1.508.

German (Pape)

[Seite 1048] anderer, bes. irriger Meinung sein, Plat. Theact. 190 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροδοξέω: ἔχω ἑτέραν δοξασίαν, δόξαν εἶναι ψευδῆ τὸ ἑτεροδοξεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε. ― Παρ’ Ἐκκλ., εἶμαι ἑτερόδοξος, αἱρετικός, Ἰγνάτ. 712Β, Εὐσέβ. ΙΙ. 497Α.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροδοξέω: быть особого мнения, судить иначе или превратно Plat.