Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνζεύγνῡμι''': μέλλ. -ζεύξω, ζευγνύω εἴς τι, δένω, [[ἐμπλέκω]], ἀνάγκαις ταῖσδ’ ἐνέζευγμαι Αἰσχύλ. Πρ. 108· τί ποτέ μ’… ἐνέζευξας... ἐν πημοσύναις...; ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμαννος) [[αὐτόθι]] 578. ΙΙ. δένω σφιγκτά, καί νιν ἄρθρα [[κεῖνος]] ἐνζεύξας ποδοῖν ἔρριψεν Σοφ. Ο. Τ. 718· βάλλω εἰς τὸν ζυγὸν, «ζεύγω», ἐνιζευχθέντες ταῦροι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 686.
|lstext='''ἐνζεύγνῡμι''': μέλλ. -ζεύξω, ζευγνύω εἴς τι, δένω, [[ἐμπλέκω]], ἀνάγκαις ταῖσδ’ ἐνέζευγμαι Αἰσχύλ. Πρ. 108· τί ποτέ μ’… ἐνέζευξας... ἐν πημοσύναις...; ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμαννος) [[αὐτόθι]] 578. ΙΙ. δένω σφιγκτά, καί νιν ἄρθρα [[κεῖνος]] ἐνζεύξας ποδοῖν ἔρριψεν Σοφ. Ο. Τ. 718· βάλλω εἰς τὸν ζυγὸν, «ζεύγω», ἐνιζευχθέντες ταῦροι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 686.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> attacher ensemble;<br /><b>2</b> attacher dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ζεύγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνζεύγνῡμι Medium diacritics: ἐνζεύγνυμι Low diacritics: ενζεύγνυμι Capitals: ΕΝΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: enzeúgnymi Transliteration B: enzeugnymi Transliteration C: enzeygnymi Beta Code: e)nzeu/gnumi

English (LSJ)

   A yoke, ἐνιζευχθέντες βόες A.R.1.686; bind fast, ἄρθρα ποδοῖν S.OT718.    II metaph., involve in, ἀνάγκαις ταῖσδ' ἐνέζευγμαι A.Pr.108; τί ποτέ μ' . . ἐνέζευξας . . ἐν πημοσύναις; ib.578 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 840] (s. ζεύγνυμι), hineinbinden, einjochen; τί ποτε ταῖσδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν, hast sie mit Leid beladen, Aesch. Prom. 579; eigtl., ἄρθρα ἐνζεύξας ποδοῖν, in Fesseln eingezwängt, Soph. O. R. 718; ἐνιζευχθέντες ταῦροι, angejocht, Ap. Rh. 1, 686.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνζεύγνῡμι: μέλλ. -ζεύξω, ζευγνύω εἴς τι, δένω, ἐμπλέκω, ἀνάγκαις ταῖσδ’ ἐνέζευγμαι Αἰσχύλ. Πρ. 108· τί ποτέ μ’… ἐνέζευξας... ἐν πημοσύναις...; (οὕτως ὁ Ἕρμαννος) αὐτόθι 578. ΙΙ. δένω σφιγκτά, καί νιν ἄρθρα κεῖνος ἐνζεύξας ποδοῖν ἔρριψεν Σοφ. Ο. Τ. 718· βάλλω εἰς τὸν ζυγὸν, «ζεύγω», ἐνιζευχθέντες ταῦροι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 686.

French (Bailly abrégé)

1 attacher ensemble;
2 attacher dans.
Étymologie: ἐν, ζεύγνυμι.