ἐναντιότης: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναντιότης''': -ητος, ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[ἐναντίος]], τὴν τοῦ ἐπιφερομένου ἐναντιότητα Πλάτ. Φαίδ. 150Α· τὴν ἐναντιότητα πρὸς ἀλλήλω ὁ αὐτ. Θεαίτ. 186Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, [[ἀντίφασις]] ὅρων καὶ προτάσεων, ἐν ὅσαις κατηγορίαις [[μήτε]] [[ἐναντιότης]] ἔνεστι Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11, 10· πρβλ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 4 κ. ἀλλ. | |lstext='''ἐναντιότης''': -ητος, ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[ἐναντίος]], τὴν τοῦ ἐπιφερομένου ἐναντιότητα Πλάτ. Φαίδ. 150Α· τὴν ἐναντιότητα πρὸς ἀλλήλω ὁ αὐτ. Θεαίτ. 186Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, [[ἀντίφασις]] ὅρων καὶ προτάσεων, ἐν ὅσαις κατηγορίαις [[μήτε]] [[ἐναντιότης]] ἔνεστι Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11, 10· πρβλ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 4 κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />opposition, contradiction.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναντίος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A contrariety, opposition, Pl.Phd.105a, A.D.Conj. 253.16, Ph.1.7, etc.; πρὸς ἀλλήλω Pl.Tht.186b, etc.: pl., Ocell.2.4. II in the Philos. of Arist., contrariety, Int.21a29, EN1108b27; v. ἐναντίος 1.4.
German (Pape)
[Seite 827] ητος, ἡ, das Entgegensein, der Gegensatz, Plat. Phaed. 105 a; πρὸς ἀλλήλω Theaet. 186 b; öfter Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ ἐναντίος, τὴν τοῦ ἐπιφερομένου ἐναντιότητα Πλάτ. Φαίδ. 150Α· τὴν ἐναντιότητα πρὸς ἀλλήλω ὁ αὐτ. Θεαίτ. 186Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀντίφασις ὅρων καὶ προτάσεων, ἐν ὅσαις κατηγορίαις μήτε ἐναντιότης ἔνεστι Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11, 10· πρβλ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 4 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
opposition, contradiction.
Étymologie: ἐναντίος.