παρεμμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
(6_20)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεμμαίνομαι''': Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.
|lstext='''παρεμμαίνομαι''': Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[εμμαίνομαι]]<br />κατέχομαι [[κάπως]] από [[μανία]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμμαίνομαι Medium diacritics: παρεμμαίνομαι Low diacritics: παρεμμαίνομαι Capitals: ΠΑΡΕΜΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: paremmaínomai Transliteration B: paremmainomai Transliteration C: paremmainomai Beta Code: paremmai/nomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be somewhat mad, Tim. Lex. s.v. κορυβαντιᾶν.

German (Pape)

[Seite 515] = etwas ἐμμαίνομαι, Tim. lex. Plat. Erkl. von κορυβαντιᾶν.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμμαίνομαι: Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.

Greek Monolingual

Α εμμαίνομαι
κατέχομαι κάπως από μανία.