φασίολος: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6_14) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰσίολος''': ὁ, = [[φάσηλος]], ὅ ἴδε. | |lstext='''φᾰσίολος''': ὁ, = [[φάσηλος]], ὅ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φασήολος]] και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και [[φάσουλος]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της τάξης [[φαβώδη]], [[καθώς]] και [[λόγια]] [[ονομασία]] της φασολιάς και του καρπού της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>phaseolus</i> / <i>phassiolus</i>, υποκορ. του λατ. <i>phas</i><i>ē</i><i>lus</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάσηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = φάσηλος 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος Edict.Diocl.1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος Hippiatr.130,134.
German (Pape)
[Seite 1258] ὁ, = φάσηλος, Ath. II, 56 a.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰσίολος: ὁ, = φάσηλος, ὅ ἴδε.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία της φασολιάς και του καρπού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / phassiolus, υποκορ. του λατ. phasēlus < φάσηλος.