Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίπερκνος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίπερκνος''': -ον, κἄπως [[μέλας]], ἐπὶ σταφυλῶν ὡριμαζουσῶν· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ χρώματος λαγωῶν τινων, Ξεν. Κυν. 5, 22 (ὑποδεέστερα ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐπίπερκος), [[Πολυδ]]. Ε΄, 67.
|lstext='''ἐπίπερκνος''': -ον, κἄπως [[μέλας]], ἐπὶ σταφυλῶν ὡριμαζουσῶν· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ χρώματος λαγωῶν τινων, Ξεν. Κυν. 5, 22 (ὑποδεέστερα ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐπίπερκος), [[Πολυδ]]. Ε΄, 67.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />noirâtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[περκνός]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπερκνος Medium diacritics: ἐπίπερκνος Low diacritics: επίπερκνος Capitals: ΕΠΙΠΕΡΚΝΟΣ
Transliteration A: epíperknos Transliteration B: epiperknos Transliteration C: epiperknos Beta Code: e)pi/perknos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat dark, of grapes ripening: hence, of the colour of certain hares, X. Cyn.5.22, Poll.5.67.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπερκνος: -ον, κἄπως μέλας, ἐπὶ σταφυλῶν ὡριμαζουσῶν· ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ χρώματος λαγωῶν τινων, Ξεν. Κυν. 5, 22 (ὑποδεέστερα ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐπίπερκος), Πολυδ. Ε΄, 67.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noirâtre.
Étymologie: ἐπί, περκνός.