φρυαγμοσέμνακος: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρυαγμοσέμνᾰκος''': -ον, [[γαῦρος]] καὶ [[ἀλαζὼν]] ἢ [[ἀλαζὼν]] καὶ [[σοβαρός]], ἔχων τρόπους φρ., [[λέξις]] χαλκευθεῖσα πρὸς περιγραφὴν Βδελυκλέωνος ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 135· πρβλ. [[φρύαγμα]] ΙΙ. | |lstext='''φρυαγμοσέμνᾰκος''': -ον, [[γαῦρος]] καὶ [[ἀλαζὼν]] ἢ [[ἀλαζὼν]] καὶ [[σοβαρός]], ἔχων τρόπους φρ., [[λέξις]] χαλκευθεῖσα πρὸς περιγραφὴν Βδελυκλέωνος ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 135· πρβλ. [[φρύαγμα]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à la fois hautain et solennel, d’une morgue prétentieuse.<br />'''Étymologie:''' [[φρυαγμός]], [[σεμνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A wanton and haughty, ἔχων τρόπους φ., coined to describe Bdelycleon in Ar.V.135.
German (Pape)
[Seite 1310] unbändig stolz, kom. Wort von einem Menschen, der mit unbändigem Uebermuthe den Schein der Gravität verbindet, τρόπος, Ar. Vesp. 135; alte f. L. ist ὀφρυαγμοσέμνακος.
Greek (Liddell-Scott)
φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, γαῦρος καὶ ἀλαζὼν ἢ ἀλαζὼν καὶ σοβαρός, ἔχων τρόπους φρ., λέξις χαλκευθεῖσα πρὸς περιγραφὴν Βδελυκλέωνος ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 135· πρβλ. φρύαγμα ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la fois hautain et solennel, d’une morgue prétentieuse.
Étymologie: φρυαγμός, σεμνός.