ἐξαμαύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαμαύρωσις''': -εως, [[ἔκλειψις]], ἐντελὴς [[ἐξαφάνισις]] πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.
|lstext='''ἐξαμαύρωσις''': -εως, [[ἔκλειψις]], ἐντελὴς [[ἐξαφάνισις]] πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />obscurcissement ; disparition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀμαυρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμαύρωσις Medium diacritics: ἐξαμαύρωσις Low diacritics: εξαμαύρωσις Capitals: ΕΞΑΜΑΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: examaúrōsis Transliteration B: examaurōsis Transliteration C: eksamayrosis Beta Code: e)camau/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A disappearing, μετάλλων Plu.2.434a (pl.).

German (Pape)

[Seite 867] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμαύρωσις: -εως, ἔκλειψις, ἐντελὴς ἐξαφάνισις πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
obscurcissement ; disparition.
Étymologie: ἐξ, ἀμαυρόω.