ὑποπίνω: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποπίνω''': [ῑ], μέλλ. -[[πίομαι]], [[πίνω]] ὀλίγον, [[πίνω]] μετρίως πως, (δηλ. [[οἶνον]]), Λατιν. subbibere (Sueton.), μηκέθ’ οὕτω... Σκυθικὴν πόσιν... μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Ἀνακρ. 63· ὑποπεπώκαμεν, «ἐτσούξαμεν ὀλίγον», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 428· μετρίως ὑπ. Πλάτ. Πολ. 372D· ἐχθὲς ὑπέπινες, [[εἶτα]] νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 23. 2) [[πίνω]] βραδέως, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ πίνων ἀπὸ ὀλίγον, κοινῶς «σιγοπίνω», «κουτσοπίνω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 494, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3. 5, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4, 9, κλπ. 3) ὑποπεπωκώς, ὀλίγον τι μεθυσμένος, «πιωμένος», Ἀριστοφ. Εἰρ. 874, Λυσ. 395, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 29. | |lstext='''ὑποπίνω''': [ῑ], μέλλ. -[[πίομαι]], [[πίνω]] ὀλίγον, [[πίνω]] μετρίως πως, (δηλ. [[οἶνον]]), Λατιν. subbibere (Sueton.), μηκέθ’ οὕτω... Σκυθικὴν πόσιν... μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Ἀνακρ. 63· ὑποπεπώκαμεν, «ἐτσούξαμεν ὀλίγον», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 428· μετρίως ὑπ. Πλάτ. Πολ. 372D· ἐχθὲς ὑπέπινες, [[εἶτα]] νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 23. 2) [[πίνω]] βραδέως, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ πίνων ἀπὸ ὀλίγον, κοινῶς «σιγοπίνω», «κουτσοπίνω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 494, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3. 5, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4, 9, κλπ. 3) ὑποπεπωκώς, ὀλίγον τι μεθυσμένος, «πιωμένος», Ἀριστοφ. Εἰρ. 874, Λυσ. 395, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑποπίομαι, <i>pf.</i> ὑποπέπωκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> boire modérément;<br /><b>2</b> boire fréquemment ; s’enivrer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A drink a little, drink moderately, μηκέθ' οὕτω . . Σκυθικὴν πόσιν . . μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Anacr.63.11; ὑποπεπώκαμεν Ar.Fr.496; μετρίως ὑ. Pl.R.372d; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex.286, cf. Antiph.271. 2 drink at dessert, Ar.Av.494 (anap.), Pherecr.153.5 (hex.), X.Cyr.8.4.9, etc. 3 ὑποπεπωκώς rather tipsy, Ar.Pax874, Lys.395, X.An.7.3.29.
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πίνω), ein wenig od. allmälig trinken, dah. auch lange forttrinken, sich berauschen; Plat. Lys. 223 b; Xen. Cyr. 8, 4,9; Ar. Av. 497; ὑποπεπωκυῖα Lys. 395, wo der Schol. es durch μεθύσκεσθαι erkl.; ἤδη γὰρ ὑποπεπωκὼς ἔτυχεν, er war schon etwas angetrunken, Xen. An. 7, 2,29; Hell. 5, 4,40 u. öfter; vgl. Mehlhorn zu Anacr. 61, 11; dazu trinken, μετρίως Plat. Rep. II, 372 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπίνω: [ῑ], μέλλ. -πίομαι, πίνω ὀλίγον, πίνω μετρίως πως, (δηλ. οἶνον), Λατιν. subbibere (Sueton.), μηκέθ’ οὕτω... Σκυθικὴν πόσιν... μελετῶμεν, ἀλλὰ καλοῖς ὑποπίνοντες ἐν ὕμνοις Ἀνακρ. 63· ὑποπεπώκαμεν, «ἐτσούξαμεν ὀλίγον», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 428· μετρίως ὑπ. Πλάτ. Πολ. 372D· ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 23. 2) πίνω βραδέως, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ πίνων ἀπὸ ὀλίγον, κοινῶς «σιγοπίνω», «κουτσοπίνω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 494, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3. 5, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4, 9, κλπ. 3) ὑποπεπωκώς, ὀλίγον τι μεθυσμένος, «πιωμένος», Ἀριστοφ. Εἰρ. 874, Λυσ. 395, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 29.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποπίομαι, pf. ὑποπέπωκα, etc.
1 boire modérément;
2 boire fréquemment ; s’enivrer.
Étymologie: ὑπό, πίνω.