ἀπαραμύθητος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαραμύθητος''': [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, [[ἀδυσώπητος]], Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· [[ὡσαύτως]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) [[ἀδιόρθωτος]], ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β. | |lstext='''ἀπαραμύθητος''': [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, [[ἀδυσώπητος]], Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· [[ὡσαύτως]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) [[ἀδιόρθωτος]], ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inexorable;<br /><b>2</b> inconsolable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παραμυθέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A not to be persuaded or entreated, inexorable, Pl.Epin.980d, Plu.2.629a. 2 incorrigible, in Adv. -τως Pl.Lg.731d. II of conditions, comfortless, Plu.2.332d; not admitting consolation, πάθος Jul.Or.8.245c; κακόν Hld.1.14. 2 of persons, inconsolable, Id.2.33. Adv. -τως Jul.Or.8.252a.
German (Pape)
[Seite 279] mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, θεός Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, ἀθυμία Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben πολύπονος und βαρύς an. seni 6; – ἀπαραμυθήτως κακός, unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραμύθητος: [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, ἀδυσώπητος, Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· ὡσαύτως, ἀπαρηγόρητος, ἀθυμία, ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) ἀδιόρθωτος, ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inexorable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.