Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νειρός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_4)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νειρός''': -ά, -όν, συνῃρ. ἀντὶ [[νεαρός]], [[σφοδρός]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] [[νείαιρα]]. ΙΙ. [[ἔσχατος]], [[κατώτατος]], ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Λυκόφρ. 896, [[ἔνθα]] ἴδε Backmann.
|lstext='''νειρός''': -ά, -όν, συνῃρ. ἀντὶ [[νεαρός]], [[σφοδρός]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] [[νείαιρα]]. ΙΙ. [[ἔσχατος]], [[κατώτατος]], ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Λυκόφρ. 896, [[ἔνθα]] ἴδε Backmann.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νειρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[έσχατος]], [[κατώτατος]] («ἐν χθονὸς νειροῑς μυχοῑς», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νειρά</i><br />η [[νείαιρα]], το [[υπογάστριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῖρα]] (<b>βλ. λ.</b> [[νείαιρα]])].———————— <b>(II)</b><br />[[νειρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[ισχυρός]], [[ορμητικός]], [[σφοδρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεαρός]], με [[συναίρεση]] (<b>πρβλ.</b> [[νηρός]])].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειρός Medium diacritics: νειρός Low diacritics: νειρός Capitals: ΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: neirós Transliteration B: neiros Transliteration C: neiros Beta Code: neiro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν,

   A lowest, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Lyc.896 (v.l. νηροῖς), cf. Hsch. s. vv. νειρόν, νηρόν.    2 Subst. νειρή, ἡ, = νείαιρα 11, Id.s.v. νειρὴ κοίλη (s. v. l.), but acc. sg. νεῖραν as Adj., νεῖραν ἐς πλευράν prob. cj. in E.Rh.794 (νείαιραν, νείεραν codd.); dat. sg. νείρᾳ prob. in A.Ag.1479 (lyr.; νείρει codd.); cf. νείαιρα.
νειρός (B), ά, όν,

   A strong, vehement, Hsch.

German (Pape)

[Seite 237] zsgzgn aus νεαρός od. νειαρός, nur bei Gramm.; Hesych. erkl. ἔσχατος; vgl. Müller Lycophr. 896.

Greek (Liddell-Scott)

νειρός: -ά, -όν, συνῃρ. ἀντὶ νεαρός, σφοδρός, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν νείαιρα. ΙΙ. ἔσχατος, κατώτατος, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Λυκόφρ. 896, ἔνθα ἴδε Backmann.

Greek Monolingual

(I)
νειρός, -ά, -όν (Α)
1. έσχατος, κατώτατος («ἐν χθονὸς νειροῑς μυχοῑς», Λυκόφρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νειρά
η νείαιρα, το υπογάστριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῖρα (βλ. λ. νείαιρα)].———————— (II)
νειρός, -ά, -όν (Α)
ισχυρός, ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (πρβλ. νηρός)].