βιώσιμος: Difference between revisions
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βιώσιμος''': -ον, ([[βιόω]]) ὡς τὸ [[βιωτός]], ὃν πρέπει νὰ διέλθῃ τις ἐν τῇ ζωῇ, [[χρόνος]] Εὐρ. Ἀλκ. 650· ἰδίως, οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι, δὲν [[εἶναι]] καλὸν αὐτὸς νὰ ζῇ, Ἡρόδ. 1. 45· τὶ γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ’ ἄτερ β., Σοφ. Ἀντ. 566· οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποις Ἡρόδ. 3. 109. 2) περὶ οὗ ὑπάρχουσι πιθανότητες ὅτι θὰ ζήσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1, Ἀρρ. Ἀναβ. 2. 4. | |lstext='''βιώσιμος''': -ον, ([[βιόω]]) ὡς τὸ [[βιωτός]], ὃν πρέπει νὰ διέλθῃ τις ἐν τῇ ζωῇ, [[χρόνος]] Εὐρ. Ἀλκ. 650· ἰδίως, οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι, δὲν [[εἶναι]] καλὸν αὐτὸς νὰ ζῇ, Ἡρόδ. 1. 45· τὶ γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ’ ἄτερ β., Σοφ. Ἀντ. 566· οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποις Ἡρόδ. 3. 109. 2) περὶ οὗ ὑπάρχουσι πιθανότητες ὅτι θὰ ζήσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1, Ἀρρ. Ἀναβ. 2. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est à vivre : [[βιώσιμος]] [[χρόνος]] EUR temps qu’on a à vivre;<br /><b>2</b> qui rend la vie supportable : [[οὐ]] βιώσιμόν (<i>ou</i> βιώσιμά) ἐστι HDT il ne m’est pas possible de vivre.<br />'''Étymologie:''' [[βιόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (βιόω)
A to be lived, χρόνος E.Alc.650; αἱ β. ἡμέραι Lib. Decl.2.34; esp. οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι 'tis not meet for him to live, Hdt. 1.45; τί γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ' ἄτερ β.; S.Ant.566; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποισι Hdt.3.109. 2 likely to live, Thphr.HP9.12.1, Arr.An. 2.4.8.
German (Pape)
[Seite 446] ον, lebenswerth, zu leben, τίγὰρ μόνῃ μοι τῆσδ' ἄτερ βιώσιμον; was soll ich ohne sie leben? was habe ich für Freude am Leben? Soph. Ant. 362; οὐ βιώσιμον Eur. Herc. far. 606; χρόνος Alc. 653; οὐ β. οἱ εἶναι Her. 1, 45; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα τοῖς ἀνθρώποις 3, 109; Sp., wie Arr. An. 2, 4, 11 u. öfter; οὐκ οἶδ' εἰ βιώσιμός ἐστιν. von einem schwer Kranken, Poll. 8, 79.
Greek (Liddell-Scott)
βιώσιμος: -ον, (βιόω) ὡς τὸ βιωτός, ὃν πρέπει νὰ διέλθῃ τις ἐν τῇ ζωῇ, χρόνος Εὐρ. Ἀλκ. 650· ἰδίως, οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι, δὲν εἶναι καλὸν αὐτὸς νὰ ζῇ, Ἡρόδ. 1. 45· τὶ γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ’ ἄτερ β., Σοφ. Ἀντ. 566· οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποις Ἡρόδ. 3. 109. 2) περὶ οὗ ὑπάρχουσι πιθανότητες ὅτι θὰ ζήσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1, Ἀρρ. Ἀναβ. 2. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est à vivre : βιώσιμος χρόνος EUR temps qu’on a à vivre;
2 qui rend la vie supportable : οὐ βιώσιμόν (ou βιώσιμά) ἐστι HDT il ne m’est pas possible de vivre.
Étymologie: βιόω.