αἰπολέω: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰπολέω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατατ., [[βόσκω]] αἶγας, Εὔπολ. ἐν «Αἰξίν», 9, Θεόκρ. 8. 85· ἠπόλει ταῖς αἰξίν. Λυσ. Ἀποσπ. 13: - Παθ. [[ἄνευ]] βοτῆρος αἰπολούμεναι, ὁδηγούμεναι [[ἄνευ]] αἰγοβοσκοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 196.
|lstext='''αἰπολέω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατατ., [[βόσκω]] αἶγας, Εὔπολ. ἐν «Αἰξίν», 9, Θεόκρ. 8. 85· ἠπόλει ταῖς αἰξίν. Λυσ. Ἀποσπ. 13: - Παθ. [[ἄνευ]] βοτῆρος αἰπολούμεναι, ὁδηγούμεναι [[ἄνευ]] αἰγοβοσκοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 196.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />faire paître <i>ou</i> garder les chèvres.<br />'''Étymologie:''' [[αἰπόλος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπολέω Medium diacritics: αἰπολέω Low diacritics: αιπολέω Capitals: ΑΙΠΟΛΕΩ
Transliteration A: aipoléō Transliteration B: aipoleō Transliteration C: aipoleo Beta Code: ai)pole/w

English (LSJ)

only in pres. and impf.,

   A tend goats, Eup.13, Theoc.8.85; ᾐπόλει ταῖς αἰξίν Lys.Fr.25:—Pass., ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι a flock tended by no herdsman, A.Eu.196.

Greek (Liddell-Scott)

αἰπολέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατατ., βόσκω αἶγας, Εὔπολ. ἐν «Αἰξίν», 9, Θεόκρ. 8. 85· ἠπόλει ταῖς αἰξίν. Λυσ. Ἀποσπ. 13: - Παθ. ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι, ὁδηγούμεναι ἄνευ αἰγοβοσκοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 196.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
faire paître ou garder les chèvres.
Étymologie: αἰπόλος.