ἐρίδωρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρίδωρος''': -ον, [[μεγαλόδωρος]], [[ἄφθονος]], ὀπώρη Ὀππ. Κυν. 3. 504. | |lstext='''ἐρίδωρος''': -ον, [[μεγαλόδωρος]], [[ἄφθονος]], ὀπώρη Ὀππ. Κυν. 3. 504. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρίδωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει άφθονα, πλούσια δώρα («[[ἐρίδωρος]] ὀπώρη», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[δώρον]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A rich in gifts, abundant, ὀπώρη Opp.C.3.504.
German (Pape)
[Seite 1028] gabenreich, θήρης – ὀπώρη, Opp. C. 3, 504.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίδωρος: -ον, μεγαλόδωρος, ἄφθονος, ὀπώρη Ὀππ. Κυν. 3. 504.
Greek Monolingual
ἐρίδωρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει άφθονα, πλούσια δώρα («ἐρίδωρος ὀπώρη», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + δώρον].