χορταστικός: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
(6_10)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορταστικός''': -ή, -όν, ([[χορτάζω]]) [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸ χορτάζειν, χορταστικὸς ὡς καὶ νῦν, ἴδε [[καπανικός]].
|lstext='''χορταστικός''': -ή, -όν, ([[χορτάζω]]) [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸ χορτάζειν, χορταστικὸς ὡς καὶ νῦν, ἴδε [[καπανικός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χορταστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χορτάζω]]<br />αυτός που επιφέρει χορτασμό, [[κορεστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άφθονος]] («χορταστικό [[παγωτό]]»)<br /><b>2.</b> [[απολαυστικός]] («χορταστικό [[θέαμα]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χορταστικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο χορταστικό.
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορταστικός Medium diacritics: χορταστικός Low diacritics: χορταστικός Capitals: ΧΟΡΤΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chortastikós Transliteration B: chortastikos Transliteration C: chortastikos Beta Code: xortastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χορτάζω)

   A good for feeding, nutritious, Hsch. s.v. καπανικώτερα (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1367] zum Füttern, Mästen gehörig, geschickt (?).

Greek (Liddell-Scott)

χορταστικός: -ή, -όν, (χορτάζω) ἁρμόδιος εἰς τὸ χορτάζειν, χορταστικὸς ὡς καὶ νῦν, ἴδε καπανικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χορταστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χορτάζω
αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός
νεοελλ.
1. άφθονος («χορταστικό παγωτό»)
2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»).
επίρρ...
χορταστικά Ν
κατά τρόπο χορταστικό.