περισσομελής: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(6_7)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισσομελής''': -ές, ὁ ἔχων μεγάλα [[μέλη]] τοῦ σώματος, Μανέθων 4. 464.
|lstext='''περισσομελής''': -ές, ὁ ἔχων μεγάλα [[μέλη]] τοῦ σώματος, Μανέθων 4. 464.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει περιττά σωματικά [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μελής]]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσομελής Medium diacritics: περισσομελής Low diacritics: περισσομελής Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: perissomelḗs Transliteration B: perissomelēs Transliteration C: perissomelis Beta Code: perissomelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with superfluous limbs, Heph.Astr. 1.1, Man.4.464, Vett.Val.18.33, al.

German (Pape)

[Seite 592] ές, mit überflüssigen, übermäßigen Gliedern, Maneth. 4, 464.

Greek (Liddell-Scott)

περισσομελής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλα μέλη τοῦ σώματος, Μανέθων 4. 464.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει περιττά σωματικά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο-μελής].