ἀναίματος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναίματος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] αἵματος, μὴ μολυνθεὶς ὑφ’ αἵματος, Λατ. incruentus, ἀν. φυγαὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 196˙ χρὼς Εὐρ. Φοίν. 264˙ βωμὸς Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 22. | |lstext='''ἀναίματος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] αἵματος, μὴ μολυνθεὶς ὑφ’ αἵματος, Λατ. incruentus, ἀν. φυγαὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 196˙ χρὼς Εὐρ. Φοίν. 264˙ βωμὸς Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἄναιμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἄναιμος, A.Eu.302, Aenigm. ap. Ath.2.63b.
German (Pape)
[Seite 189] blutlos, βόσκημα δαιμόνων Aesch. Eum. 292; Ath. II, 63 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίματος: -ον, ὁ ἄνευ αἵματος, μὴ μολυνθεὶς ὑφ’ αἵματος, Λατ. incruentus, ἀν. φυγαὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 196˙ χρὼς Εὐρ. Φοίν. 264˙ βωμὸς Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἄναιμος.