λιβανίζω: Difference between revisions

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
(6_1)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνίζω''': (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.
|lstext='''λῐβᾰνίζω''': (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[λιβανίζω]]) [[λίβανος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[λιβάνι]], [[θυμιατίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κολακεύω]] δουλικά κάποιον, [[εγκωμιάζω]] κάποιον ταπεινά<br /><b>3.</b> [[επαναλαμβάνω]] [[συνεχώς]] τα [[ίδια]] ενοχλώντας κάποιον<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λιβανίζω]] [[κάτι]] για πολύ καιρό» — [[καθυστερώ]] πολύ να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω [[οσμή]] λιβανιού.
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνίζω Medium diacritics: λιβανίζω Low diacritics: λιβανίζω Capitals: ΛΙΒΑΝΙΖΩ
Transliteration A: libanízō Transliteration B: libanizō Transliteration C: livanizo Beta Code: libani/zw

English (LSJ)

   A smell like frankincense, Dsc.1.71, Gal.13.475.

German (Pape)

[Seite 42] wie Weihrauch riechen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνίζω: (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

λιβανίζω) λίβανος
νεοελλ.
1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω
2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά
3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον
4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» — καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι
αρχ.
έχω οσμή λιβανιού.