ἐγκαίω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκαίω''': μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]], [[θερμαίνω]] ἐν, ὀβελοὶ ἐγκεκαυμένοι πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 393. 2) ζωγραφῶ δι’ ἐγκαύματος, δηλ. διὰ χρωμάτων ἀναμίκτων κηρῷ, Λατ. encausta pingere, Ἑβδ. (2 Μακκ. β΄, 29), πρβλ. Πλίν. 35, 39 κἑξ., ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιολογ. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], [[καίω]], πῦρ Πλουτ. Ἀλέξ. 24· οἶκοι ἐγκαιόμενοι, θερμαινόμενα δωμάτια, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11. | |lstext='''ἐγκαίω''': μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]], [[θερμαίνω]] ἐν, ὀβελοὶ ἐγκεκαυμένοι πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 393. 2) ζωγραφῶ δι’ ἐγκαύματος, δηλ. διὰ χρωμάτων ἀναμίκτων κηρῷ, Λατ. encausta pingere, Ἑβδ. (2 Μακκ. β΄, 29), πρβλ. Πλίν. 35, 39 κἑξ., ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιολογ. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], [[καίω]], πῦρ Πλουτ. Ἀλέξ. 24· οἶκοι ἐγκαιόμενοι, θερμαινόμενα δωμάτια, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[ἐνέκαυσα]];<br />faire brûler dans : [[πῦρ]] PLUT allumer du feu ; [[οἶκοι]] κινναμώμῳ ἐγκαιόμενοι LUC établissements de bains chauffés au bois de cannelier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. 1 part.
A ἐγκέας IG12.374.96, but -καύσας SIG2587.186:—burn or heat in, ὀβελοὶ ἐγκεκαυμένοι πυρί E.Cyc.393. 2 brand, Luc.Pisc.46:—Pass., βοῦς ἐγκεκαυμένας ῥόπαλον Arr.An.5.3.4. 3 scorch, of the sun, Gp.18.17.1. 4 paint in encaustic, i.e. with colours mixed with wax, IG l.c., 11(2).199 A 80 (Delos, iii B. C.), LXX 2 Ma.2.29, Plin.35.122. 5 Medic. in Pass., to be over-heated, Gal.2.870, Aret.CD1.5. II make a fire in, πῦρ Plu.Alex. 24; οἶκοι ἐγκαιόμενοι heated chambers, Luc.VH 2.11. III metaph. of passion, Sm.Ps.38.4. IV abs., offer sacrifice, Ἀπόλλωνι Paus. 1.42.6.
German (Pape)
[Seite 704] (s. καίω), an-, einbrennen; ὀβελοὺς ἄκρους ἐγκεκαυμένους πυρί Eur. Cycl. 398; bes. Zeichnungen u. Malereien mit Wachsfarben einbrennen, wie B. A. p. 250 ἐγκεκαυμένη erkl. ist ἐζωγραφημένη ἢ πεποικιλμένη γραφαῖς, Plin. 35, 11 u. A.; vgl. Müller's Archäologie §. 320. – Uebh. = anzünden, πῦρ Plut. Alex. 24; τῷ Ἀπόλλωνι, dem Apollon Opfer anzünden, Paus. 1, 42, 6. – Bei Luc. V. Hist. 2, 11 οἶκοι κινναμώμῳ ἐγκαιόμενοι = mit Zimmet geheizt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαίω: μέλλ. -καύσω, καίω, θερμαίνω ἐν, ὀβελοὶ ἐγκεκαυμένοι πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 393. 2) ζωγραφῶ δι’ ἐγκαύματος, δηλ. διὰ χρωμάτων ἀναμίκτων κηρῷ, Λατ. encausta pingere, Ἑβδ. (2 Μακκ. β΄, 29), πρβλ. Πλίν. 35, 39 κἑξ., ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιολογ. ΙΙ. ἀνάπτω, καίω, πῦρ Πλουτ. Ἀλέξ. 24· οἶκοι ἐγκαιόμενοι, θερμαινόμενα δωμάτια, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνέκαυσα;
faire brûler dans : πῦρ PLUT allumer du feu ; οἶκοι κινναμώμῳ ἐγκαιόμενοι LUC établissements de bains chauffés au bois de cannelier.
Étymologie: ἐν, καίω.