καινούργησις: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_8) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινούργησις''': -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι καινουργές, [[ἀνανέωσις]], Σουΐδ. | |lstext='''καινούργησις''': -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι καινουργές, [[ἀνανέωσις]], Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινούργησις]], ἡ (Α) [[καινουργώ]]<br />η [[πράξη]] του [[καινουργώ]], [[ανανέωση]], [[ανακαίνιση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A new manufacture, Suid. s.v. καταβολή.
German (Pape)
[Seite 1295] ἡ, Erneuerung, Suid. καταβολή.
Greek (Liddell-Scott)
καινούργησις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι καινουργές, ἀνανέωσις, Σουΐδ.
Greek Monolingual
καινούργησις, ἡ (Α) καινουργώ
η πράξη του καινουργώ, ανανέωση, ανακαίνιση.