ἀνασχετός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασχετός''': Ἐπ. [[ἀνσχετός]], όν, (ἀνέχομαι) ὃν δύναταί τις νὰ ἀνέχηται, νὰ ὑπομένῃ, [[ἀνεκτός]], ὑποφερτός, Θέογν. 119, Σοφ. Φ. 987· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα [[τετεύχαται]], Ὀδ. Β. 63· πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀν. Αἰσχύλ. Πρ. 919· θρέμματ’ οὐκ ἀν. ὁ αὐτ. Θ. 182: ― οὐκ ἀνασχετόν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 3. 81., 8. 142· ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν Σοφ. Τρ. 721, πρβλ. Ο. Κ. 1652· οὐκ ἀνασχετὸν ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 7. 163.
|lstext='''ἀνασχετός''': Ἐπ. [[ἀνσχετός]], όν, (ἀνέχομαι) ὃν δύναταί τις νὰ ἀνέχηται, νὰ ὑπομένῃ, [[ἀνεκτός]], ὑποφερτός, Θέογν. 119, Σοφ. Φ. 987· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα [[τετεύχαται]], Ὀδ. Β. 63· πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀν. Αἰσχύλ. Πρ. 919· θρέμματ’ οὐκ ἀν. ὁ αὐτ. Θ. 182: ― οὐκ ἀνασχετόν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 3. 81., 8. 142· ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν Σοφ. Τρ. 721, πρβλ. Ο. Κ. 1652· οὐκ ἀνασχετὸν ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 7. 163.
}}
{{bailly
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />supportable, tolérable ; [[οὐκ]] [[ἀνασχετός]] intolérable ; [[οὐκ]] ἀνασχετὸν ποιεῖσθαι HDT, [[οὐκ]] ἀνασχετὸν ἡγεῖσθαι PLUT juger intolérable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασχετός Medium diacritics: ἀνασχετός Low diacritics: ανασχετός Capitals: ΑΝΑΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: anaschetós Transliteration B: anaschetos Transliteration C: anaschetos Beta Code: a)nasxeto/s

English (LSJ)

Ep. ἀνσχετός, όν,

   A endurable, Thgn.119: mostly with negat., ου' γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται Od.2.63; πεσεῖν . . πτώματ' οὐκ ἀ. A.Pr.919; φρέμματ' ούκ ἀ. Id.Th.182; so with a question expecting a negative answer, S Ph. 987: οὐκ ἀ. [ἐστι], c. acc. et inf., Hdt.1.207, cf. 3.81,8.142; ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀ. S. Tr.721, cf. OC1652; οὐκ ἀ. ποιεῖσθαί τι Hdt. 7.163: abs., οὐκέτι ἀ. ἐποιοῦντο Th.1.118.

German (Pape)

[Seite 210] p. ἀνσχετός, was auszuhalten ist, erträglich, ἔργα Od. 2, 63; ὕβρις Her. 7, 163; πτώματα, θρέμματα, Aesch. Prom. 921 Spt. 164; Soph. Phil. 975; Thuc. 1, 48. 2, 21 und sonst, meist mit der Negation; οὐκ ἀνασχετὰ δρᾶν; vgl. Ar. Pax 1145.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχετός: Ἐπ. ἀνσχετός, όν, (ἀνέχομαι) ὃν δύναταί τις νὰ ἀνέχηται, νὰ ὑπομένῃ, ἀνεκτός, ὑποφερτός, Θέογν. 119, Σοφ. Φ. 987· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, Ὀδ. Β. 63· πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀν. Αἰσχύλ. Πρ. 919· θρέμματ’ οὐκ ἀν. ὁ αὐτ. Θ. 182: ― οὐκ ἀνασχετόν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 3. 81., 8. 142· ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν Σοφ. Τρ. 721, πρβλ. Ο. Κ. 1652· οὐκ ἀνασχετὸν ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 7. 163.

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
supportable, tolérable ; οὐκ ἀνασχετός intolérable ; οὐκ ἀνασχετὸν ποιεῖσθαι HDT, οὐκ ἀνασχετὸν ἡγεῖσθαι PLUT juger intolérable.
Étymologie: ἀνέχω.