ἀκονάω: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκονάω''': μέλλ, -ήσω, ([[ἀκόνη]]) ἀκονῶ, [[ὀξύνω]] τι, μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501· λόγχην, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 33: - μέσ., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας, ἀκονᾶν τὰ ἑαυτῶν [[ξίφη]], ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 5, 20. 2) μεταφ., ὡς τὸ [[θήγω]], [[ὀξύνω]], [[παρακονάω]], Λατ. Acuo, [[παροξύνω]], [[ἐρεθίζω]], [[ἐξάπτω]]· γλῶσσαν ἠκονημένος, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. [[σύγκρισις]] Λυσάνδρου καὶ Σύλλα 4· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 21. 3· θυμὸν ἐπ’ ἐλπίδι τινὸς ἀκονᾱν, Δημάδ. 180.30. | |lstext='''ἀκονάω''': μέλλ, -ήσω, ([[ἀκόνη]]) ἀκονῶ, [[ὀξύνω]] τι, μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501· λόγχην, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 33: - μέσ., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας, ἀκονᾶν τὰ ἑαυτῶν [[ξίφη]], ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 5, 20. 2) μεταφ., ὡς τὸ [[θήγω]], [[ὀξύνω]], [[παρακονάω]], Λατ. Acuo, [[παροξύνω]], [[ἐρεθίζω]], [[ἐξάπτω]]· γλῶσσαν ἠκονημένος, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. [[σύγκρισις]] Λυσάνδρου καὶ Σύλλα 4· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 21. 3· θυμὸν ἐπ’ ἐλπίδι τινὸς ἀκονᾱν, Δημάδ. 180.30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀκονήσω, <i>ao.</i> [[ἠκόνησα]], <i>pf. Pass.</i> [[ἠκόνημαι]];<br />aiguiser, <i>acc. ; fig.</i> γλῶσσαν ἠκονήμενος PLUT qui a la langue aiguisée ; [[τί]] τοῦτον ἀκονᾷς ; DÉM pourquoi l’excites-tu ? <i>litt.</i> l’aiguises-tu ?;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀκονάομαι-ῶμαι, aiguiser pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀκόνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
(ἀκόνη)
A sharpen, μαχαίρας Ar.Fr.684; λόγχην X.Cyr.6.2.33:—Med., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας Id.HG7.5.20:—Pass., Arist.Pr.886b10, Phld.Sign.34. 2 metaph., spur, goad on, D.25.46; provoke, γλῶσσαν ἠκονημένος Trag.Adesp.423, cf. X.Oec.21.3, Ph.1.469, al., Chor. in Jahrb.9.184; θυμὸν ἐπ' ἐλπίδι τινὸς ἀ. Demad.17:—Pass., Ph.2.178, al.
German (Pape)
[Seite 76] (-νη), schärfen, wetzen, λόγχας Xen. Cyr. 6, 2, 33; med., λόγχας καὶ μαχαίρας Hell. 7, 5, 20; κεραυνόν Luc. Tim. 19; πρίων ἀκονώμενος Arist. Probl. 7, 5; ὀδόντας Aesop. 54. – Uebertr. anreizen, anfeuern, ψυχὴν ἐπί τι Xen. O. 21, 3; τί τοῦτον ἀκονᾷς; Dem. 25, 46; πόλιν ἐφ' ἑαυτόν Ep. 2; Plut. u. Sp. bes. γλῶσσαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονάω: μέλλ, -ήσω, (ἀκόνη) ἀκονῶ, ὀξύνω τι, μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501· λόγχην, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 33: - μέσ., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας, ἀκονᾶν τὰ ἑαυτῶν ξίφη, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 5, 20. 2) μεταφ., ὡς τὸ θήγω, ὀξύνω, παρακονάω, Λατ. Acuo, παροξύνω, ἐρεθίζω, ἐξάπτω· γλῶσσαν ἠκονημένος, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. σύγκρισις Λυσάνδρου καὶ Σύλλα 4· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 21. 3· θυμὸν ἐπ’ ἐλπίδι τινὸς ἀκονᾱν, Δημάδ. 180.30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀκονήσω, ao. ἠκόνησα, pf. Pass. ἠκόνημαι;
aiguiser, acc. ; fig. γλῶσσαν ἠκονήμενος PLUT qui a la langue aiguisée ; τί τοῦτον ἀκονᾷς ; DÉM pourquoi l’excites-tu ? litt. l’aiguises-tu ?;
Moy. ἀκονάομαι-ῶμαι, aiguiser pour soi, acc..
Étymologie: ἀκόνη.