παρακονάω

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰκονάω Medium diacritics: παρακονάω Low diacritics: παρακονάω Capitals: ΠΑΡΑΚΟΝΑΩ
Transliteration A: parakonáō Transliteration B: parakonaō Transliteration C: parakonao Beta Code: parakona/w

English (LSJ)

A sharpen or whet, μάχαιραν Com.Adesp.599; τὰ σκληρὰ [ξύλα] π. (sc. τὰ σιδήρια) Thphr. HP 5.5.1; ὁ λόγχην ἀκονῶν ἐκεῖνος καὶ τὴν ψυχήν τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33:—Pass., αἱ φύσεις ἄλλως κράτισται, νῦν δὲ καὶ παρηκόνηνται Ar.Ra.1116 (lyr.):—Med., τὴν ἀκμὴν τῆς μαχαίρας π. Philostr.Jun.Im.2.
II generally, rub against the cheek, ἐν τῷ ἀσπάζεσθαι Hsch., cf. Phot.

German (Pape)

[Seite 484] daneben, daran schärfen oder wetzen, übertr. zugleich ermuntern; ὁ λόγχην ἀκονῶν, ἐκεῖνος καὶ τὴν ψυχήν τι παρακονᾷ, Xen. Cyr. 6, 2, 33; αἱ φύσεις ἄλλως κράτισται, νῦν δὲ καὶ παρηκόνηνται, Ar. Ran. 1146, was Schol. erkl. παρωξυμμένοι εἰσί; Sp.

French (Bailly abrégé)

παρακονῶ :
aiguiser en outre.
Étymologie: παρά, ἀκονάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ακονάω scherpen:; ὁ γὰρ λόγχην ἀκονῶν ἐκείνος καὶ τὴν ψυχήν τι παρακονᾷ want wie zijn lanspunt scherpt, die scherpt in zekere zin ook zijn moed Xen. Cyr. 6.2.33; overdr., perf. pass.. αἱ φύσεις … παρηκόνηνται hun natuurlijke lusten staan op scherp Aristoph. Ran. 1116.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰκονάω: заодно оттачивать (ὁ λόγχην ἀκονῶν, ἐκεῖνος καὶ τὴν ψυχήν τι παρακονᾷ Xen.); перен. обострять, совершенствовать (αἱ φύσεις παρηκόνηνται Arph.).

Greek Monotonic

παρᾰκονάω: μέλ. -ήσω, ακονίζω στα πλάγια, κάνω κάτι περισσότερο κοφτερό, σε Ξεν. — Παθ., είμαι τόσο ακονισμένος, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. παρηκόνηνται, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰκονάω: ἀκονῶ, ὀξύνω προσέτι, τὰ σκληρὰ [ξύλα] Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 5. 5, 1· ὁ λόγχην ἀκονῶν ἐκεῖνος καὶ τὴν ψυχήν τε παρακονᾷ Ξεν. Κύρ. 9. 2, 33. ― Παθ., αἱ φύσεις ἄλλως κράτισται, νῦν δὲ καὶ παρηκόνηνται, παρωξυμμέναι εἰσίν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1116. ― Μέσ., τὴν ἀκμὴν τῆς μαχαίρας π. Φιλόστρ. Νεώτερ. 865. ΙΙ. καθόλου, τρίβω πρός τι, ἐπὶ τινος, «παρακονᾶν· τὸ ἐν τῷ ἀσπάζεσθαι παρατρίβειν τὸ γένειον καὶ τὰς παρειὰς» Ἡσύχ., «παρακονᾶν: τὸ ἐν τῷ φιλεῖν διατρίβειν» Φώτιος, Σουΐδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to sharpen besides, sharpen also, Xen.:—Pass. to be so sharpened, 3rd pl. perf. pass. παρηκόνηνται Ar.