περισσοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισσοδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων πλείονας τῶν δύο δακτύλους τῶν χειρῶν ἢ τῶν ποδῶν, Γεωπ. 14. 7, 9.
|lstext='''περισσοδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων πλείονας τῶν δύο δακτύλους τῶν χειρῶν ἢ τῶν ποδῶν, Γεωπ. 14. 7, 9.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[περιττοδάκτυλος]], -η, -ο / [[περισσοδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[περιττοδάκτυλος]], -ον Α<br />αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα του χεριού ή του ποδιού («τοῑς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περισσοδάκτυλα</i> και <i>περιττοδάκτυλα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[τάξη]] οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών που χαρακτηρίζονται από περιττό αριθμό δακτύλων [[τουλάχιστον]] στα [[πίσω]] πόδια τους, [[τάξη]] που περιλαμβάνει 15 αρτίγονα ήδη κατανεμημένα σε [[τρεις]] οικογένειες, τα ιππόμορφα, τους ρινοκέρους και τους ταπίρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[περισσός]] / [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[δάκτυλος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>perissodactyla</i>.
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσοδάκτῠλος Medium diacritics: περισσοδάκτυλος Low diacritics: περισσοδάκτυλος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: perissodáktylos Transliteration B: perissodaktylos Transliteration C: perissodaktylos Beta Code: perissoda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A with more than the usual number of fingers or toes, Gp.14.7.9.

German (Pape)

[Seite 592] mit überzähligen Fingern.

Greek (Liddell-Scott)

περισσοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων πλείονας τῶν δύο δακτύλους τῶν χειρῶν ἢ τῶν ποδῶν, Γεωπ. 14. 7, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο και περιττοδάκτυλος, -η, -ο / περισσοδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. περιττοδάκτυλος, -ον Α
αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα του χεριού ή του ποδιού («τοῑς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα περισσοδάκτυλα και περιττοδάκτυλα
ζωολ. τάξη οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών που χαρακτηρίζονται από περιττό αριθμό δακτύλων τουλάχιστον στα πίσω πόδια τους, τάξη που περιλαμβάνει 15 αρτίγονα ήδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, τα ιππόμορφα, τους ρινοκέρους και τους ταπίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. περισσός / περιττός + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο-δάκτυλος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. perissodactyla.