λῶμα: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῶμα''': τό, τὸ [[κράσπεδον]], ἡ ᾤα, ἡ [[ἄκρα]] τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λῶμα]]˙ [[ῥαφή]], [[κλωσμός]], ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― [[Κατὰ]] τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «[[λῶμα]] τὸ [[γυναικεῖον]], ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ [[ὄχθοιβος]]) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου [[ἐπίβλημα]] ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»˙ ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210. | |lstext='''λῶμα''': τό, τὸ [[κράσπεδον]], ἡ ᾤα, ἡ [[ἄκρα]] τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λῶμα]]˙ [[ῥαφή]], [[κλωσμός]], ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― [[Κατὰ]] τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «[[λῶμα]] τὸ [[γυναικεῖον]], ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ [[ὄχθοιβος]]) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου [[ἐπίβλημα]] ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»˙ ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />frange <i>ou</i> lisière, bordure d’un vêtement.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A hem, fringe, border, of a robe, LXXEx.28.29(33), al.:—Dim. λωμάτιον, τό, AP11.210 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 76] τό, Saum, Vorstoß, unten am Kleide, LXX.; Hesych. auch ἐπίβλημα erkl.
Greek (Liddell-Scott)
λῶμα: τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα, ἡ ἄκρα τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λῶμα˙ ῥαφή, κλωσμός, ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «λῶμα τὸ γυναικεῖον, ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ ὄχθοιβος) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»˙ ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
frange ou lisière, bordure d’un vêtement.
Étymologie: DELG étym. inconnue.